Νάξος

Το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων που αναφέρεται από τον Όμηρο με το όνομα Δία και από διάφορους άλλους συγγραφείς με τα κοσμητικά Στρογγύλη, Μικρά Σικελία, Διονυσιάς κλπ.
Το όνομά της η νήσος φέρεται να έλαβε από τον "Νάξο" τον θρυλικό ηγεμόνα των πρώτων αποίκων στη νήσο που ήταν Κάρες φερόμενου ως γιος του Πολεμώνα ή κατ΄ άλλους ως γιος του Ενδυμίωνα ή τέλος γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Ανακαλίδας. Κατ΄ άλλους ιστορικούς ερευνητές και φιλολόγους το όνομα θεωρούν να προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "νάξαι" που σημαίνει "θύσαι", που εκλήφθηκε έτσι από τις πλούσιες θυσίες που γίνονταν στη νήσο προς τιμή των θεών. Το όνομα Νάξος διατηρήθηκε στο διάβα των αιώνων μέχρι τους μέσους χρόνους όπου έγινε Ναξία και ακολούθως Ναξιά και στη συνέχεια Αξιά (εξ ου και το όνομα των κατοίκων).

Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς επαινούν το κρασί, τα σύκα, τα αμύγδαλα και τα υπόλοιπα προϊόντα της, αναφέρουν δε το Βιλβίνο ποταμό, απ’ όπου έτρεχε κρασί. Πολλοί είναι οι συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί με αυτό το νησί. Ο Παυσανίας και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης γράφουν για τις σχέσεις των Ναξίων με τους Θράκες, ο Αριστοτέλης έγραψε ειδικό έργο για την πολιτεία των Ναξίων, ο Πλούταρχος στο έργο του Γυναικών αρεταί εξυμνεί τη φιλοπατρία των γυναικών της Νάξου και ο Παρθένιος έγραψε ερωτικό μυθιστόρημα αναφερόμενο στη Νάξο. Εκτός από την πόλη της Νάξου, που βρισκόταν στη θέση της σημερινής κωμόπολης, όπου και βρισκόταν ο περίφημος ναός του Διονύσου, υπήρχε η Τραγία, όπου λάτρευαν τον Τράγιο Απόλλωνα, και μερικές ακόμη πόλεις. Στο όρος Δρίος, που πιθανότατα ταυτίζεται με το σημερινό όρος Ζιά, λάτρευαν το Δία, και υπήρχε και η επιγραφή Όρος Δία Μηλωσίου, δηλαδή προστάτη των προβάτων. Οι Νάξιοι όμως, εκτός από το Διόνυσο, τον Απόλλωνα και το Δία, λάτρευαν και το Δήλιο Απόλλωνα, καθώς και την Αριάδνη, κόρη του Μίνωα, που είχε εγκαταλειφθεί εκεί από το Θησέα. Θρησκευτικές τελετές γίνονταν προς τιμήν της Αριάδνης, της Αφροδίτης και της νύμφης Κορωνίδας, που είχε αναθρέψει το Διόνυσο. Πρώτος ηγεμόνας του νησιού θεωρείται ο Νάξος, γιος του Πολεμώνα, που καταγόταν από την Καρία. Άλλες εκδοχές τον θέλουν πότε γιο του Ενδυμίωνα και πότε γιο του Απόλλωνα και της νύμφης Ανακαλίδας. Κατά τη μυθολογία, ο Διόνυσος ζούσε στη Νάξο, όπου και δίδαξε στους κατοίκους της την καλλιέργεια των αμπελιών. Εκεί συνάντησε την Αριάδνη, που είχε εγκαταλείψει ο Θησέας, τη νυμφεύτηκε και από το γάμο αυτό απέκτησε δύο γιους, τον Οινοπέα και τον Στάφυλο. Εκεί μεγάλωσε και ο Δίας, παρ’ όλο που είχε γεννηθεί στην Κρήτη, και από τη Νάξο πήγε στον Όλυμπο. Από τις διάφορες παραδόσεις που υπάρχουν σχετικά με τη Νάξο, βγαίνει το συμπέρασμα πως οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν Θράκες, Κάρες, Κρήτες από την ομώνυμη πόλη Νάξο και ίσως και Φοίνικες. Μερικοί ιστορικοί αναφέρουν κάποιο πόλεμο μεταξύ Μιλησίων και Ναξίων το 655 π.Χ., όπου νίκησαν οι τελευταίοι. Ωστόσο η πληροφορία αυτή θεωρείται μάλλον λανθασμένη, γιατί δεν την αναφέρει ούτε ο Ηρόδοτος. Στους ιστορικούς χρόνους εγκαταστάθηκαν στη Νάξο Ίωνες με αρχηγούς τον Τήλεκλο και τον Αρχέτιμο. Τον 6ο αιώνα π.Χ., το νησί βρισκόταν σε μεγάλη ακμή, διέθετε αξιόλογο στόλο και πάνω από οκτώ χιλιάδες πολεμιστές. Την ευημερία όμως αυτή την απολάμβαναν μόνο οι Ίωνες. Με την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας μπόρεσαν να επωφεληθούν από τον πλούτο της Νάξου και οι πιο κατώτερες τάξεις, που επαναστάτησαν μόλις απέκτησαν μερικά προνόμια. Αυτό έγινε αφορμή να ακολουθήσει εμφύλιος πόλεμος που κράτησε περίπου ένα χρόνο (536-535 π.Χ.) και έδωσε αφορμή στους Αθηναίους να επέμβουν και να ανατρέψουν τους γαιοκτήμονες. Αναδείχθηκε τότε άρχοντας ο Λύγδαμις που, παρ’ όλη την αριστοκρατική του καταγωγή, ήταν ένας από τους επαναστάτες. Ο Λύγδαμις έκανε το νησί να προοδεύσει πολύ, αλλά οι Σπαρτιάτες συνεργάστηκαν με τους πολιτικούς αντιπάλους του και κατόρθωσαν να τον ρίξουν από την εξουσία. Ακολούθησαν τότε διαμάχες ανάμεσα στους ευγενείς και στους δημοκράτες, και το 506 π.Χ. οι δημοκρατικοί ανέβηκαν και πάλι στην εξουσία. Οι ευγενείς κατέφυγαν τότε στη Μίλητο, όπου ζήτησαν τη βοήθεια του Αρισταγόρα και των Περσών. Οι Πέρσες έκαναν εκστρατεία εναντίον της Νάξου, αλλά χωρίς καμιά επιτυχία. Ωστόσο, το 490 π.Χ. οι Πέρσες, με αρχηγούς το Δάτη και τον Αρταφέρνη, ξεκίνησαν με στόλο από 600 τριήρεις και κατέλαβαν τη Νάξο. Οι Πέρσες εξόντωσαν πολλούς από τους κατοίκους του νησιού, ενώ όσοι πρόλαβαν κρύφτηκαν στα βουνά και στους ναούς. Με την υποταγή της Νάξου στους Πέρσες, οι Νάξιοι δεν μπόρεσαν να πάρουν επίσημα μέρος στον κοινό αγώνα εναντίον των Περσών. Πολλοί όμως παράκουσαν, και ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Δημόκριτος, που πήρε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, το 480 π.Χ. Ο Δημόκριτος πολέμησε με μεγάλη γενναιότητα και κατόρθωσε μάλιστα να κυριεύσει πέντε περσικές τριήρεις. Άλλοι Νάξιοι πολέμησαν στη μάχη των Πλαταιών. Έπειτα από τα Μηδικά, οι Νάξιοι τάχθηκαν υπό την αθηναϊκή ηγεμονία. Πολλοί όμως από τους κατοίκους του νησιού ξεσηκώθηκαν εναντίον της ηγεμονίας αυτής κι έτσι, το 466 π.Χ., οι Αθηναίοι έκαναν εκστρατεία εναντίον της Νάξου, την κυρίευσαν και την ανάγκασαν να πληρώνει φόρο 6 τάλαντα, που γρήγορα αυξήθηκαν σε 15. Το 453 π.Χ. ο Περικλής έστειλε στη Νάξο για εγκατάσταση 500 Αθηναίους κληρούχους με επικεφαλής το στρατηγό Τολμίδη, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να ελέγχει καλύτερα το νησί. Από τότε η Νάξος βρισκόταν στο έλεος των Αθηναίων, όπως και κάθε άλλης ισχυρής ναυτικής δύναμης. Το 338 π.Χ., μετά από τη μάχη της Χαιρώνειας, η Νάξος υποτάχθηκε στους Μακεδόνες και αργότερα στους Πτολεμαίους της Αιγύπτου. Την εποχή της διαμάχης ανάμεσα στον Αντώνιο και τον Αύγουστο, η Νάξος, που ανήκε τότε τυπικά στην Αίγυπτο αλλά είχε ακόμη κάποια αυτοτελή διοίκηση, παραχωρήθηκε στη Ρόδο.Η Νάξος υπήρξε μεγάλο κέντρο καλλιτεχνών, ιδιαίτερα κατά τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ. Από τη Νάξο κατάγονταν αρκετοί μεγάλοι καλλιτέχνες όπως ο Βύζης, ο Θελξίνωρ, ο Εύεργος κ.ά. που τα έργα τους σώζονται στη Δήλο, στους Δελφούς κλπ. Ο Αριστοφάνης μνημονεύει τους περίφημους Ναξιουργούς κανθάρους. Περίφημα ήταν επίσης τα νομίσματα της Νάξου, που απεικόνιζαν διονυσιακές παραστάσεις. Τα αργυρά νομίσματα που εκδίδονταν πριν από το 600 π.Χ. είχαν την κεφαλή ενός Σατύρου. Εκείνα που εκδίδονταν από το 600-490 π.Χ. έδειχναν έναν κάνθαρο με στεφάνι από κισσό και σταφύλια, και μετά από το 404 π.Χ. την κεφαλή του Διονύσου με στεφάνι από κισσό και κάνθαρο και μερικές φορές το όνομα του ιερέα του Διονύσου, ως επώνυμου άρχοντα του νησιού. Βρέθηκαν επίσης δύο οικισμοί που χρονολογούνται από το 3000 π.Χ. –με αγγεία κυκλαδικά, μυκηναϊκά και γεωμετρικά– καθώς και ένα κέντρο λατρείας της Δήμητρας και της Περσεφόνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: