Νησί των Κυκλάδων, που είχε κατοικηθεί από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους από υπηκόους του Μίνωα, γι' αυτό και ονομαζόταν Μινώα ή Μινωίς. Το σημερινό της όνομα, Πάρος, το οφείλει στον αρχηγό των Αρκάδων, Πάρο τον Παρράσιο, που κυρίευσε το νησί. Αργότερα έγινε ιωνική αποικία και γνώρισε ακμή και δύναμη. Στους Περσικούς πολέμους, η Πάρος είχε πάει με το μέρος των Περσών, κι αυτό έγινε αιτία να εκστρατεύσει εναντίον της, χωρίς επιτυχία, ο ήρωας του Μαραθώνα Μιλτιάδης και κατόπιν ο Θεμιστοκλής, που την κατέλαβε το 479 π.Χ. Σχετικά με την εκστρατεία του Μιλτιάδη, υπάρχει ο μύθος ότι οι Πάριοι, στο διάστημα της πολιορκίας, είχαν αρχίσει να του κάνουν προτάσεις για να παραδοθούν. Το βράδυ όμως είδαν φωτιές προς το μέρος της Μυκόνου και νόμισαν πως ήταν φρυκτωρίες των Περσών, που έδειχναν ότι πλησίαζαν. Έτσι, ανακάλεσαν τις προτάσεις τους. Από αυτό το γεγονός προέρχεται και η φράση αναπαριάζειν, που λέγεται γι’ αυτούς που παραβιάζουν και ανακαλούν τις συμφωνίες τους. Μετά την κατάληψή της από το Θεμιστοκλή, η Πάρος έγινε υποτελής των Αθηναίων έως το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου και την ήττα της Αθήνας. Το 378 π.Χ. έγινε μέλος της δεύτερης αθηναϊκής συμμαχίας, και αποσπάσθηκε απ' αυτήν μαζί με τη Χίο στον συμμαχικό πόλεμο του 357 π.Χ. Στους χρόνους της αθηναϊκής ακμής, η Πάρος πήρε μέρος στην πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση. Έδωσε από τη μια μεριά το εκπληκτικό λευκό της μάρμαρο, και από την άλλη ξακουστούς καλλιτέχνες, όπως το μαθητή του Φειδίου Αγοράκριτο, τους ζωγράφους Νικάνορα και Αρκεσίλαο, και ιδίως τον εξαίρετο αρχιτέκτονα και γλύπτη του 4ου αιώνα, Σκόπα. Ανάμεσα στους πνευματικούς ανθρώπους της συγκαταλέγονται ο ιαμβογράφος Αρχίλοχος και ο ελεγειακός ποιητής και σοφιστής Εύηνος, που τον αναφέρει και ο Πλάτωνας στην Απολογία του Σωκράτη. Έπειτα από τη μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ., την Πάρο κατέλαβαν διαδοχικά οι Μακεδόνες, οι Πτολεμαίοι, ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης, καθώς και οι Ρωμαίοι.
Πάριο χρονικό
Αρχαία ελληνική επιγραφή, που βρέθηκε στην Πάρο και αποτελεί χρονολογικό πίνακα διαφόρων γεγονότων κατά το διάστημα 1.318 ετών της ελληνικής ιστορίας, από το 1581-80 π.Χ., εποχή του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Κέκροπα, έως το 263-262 π.Χ., έτος κατά το οποίο άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Διόγνητος. Ο «συγγραφέας» της επιγραφής έχει δώσει ιδιαίτερη σημασία στα πολιτιστικά γεγονότα (έτος γέννησης και θανάτου των σπουδαιότερων λογοτεχνών και καθιέρωσης διαφόρων αγώνων) και μόνο τυχαία αναφέρεται σε γεγονότα πολιτικά.
Από το Πάριο Χρονικό σώζονται δύο αποσπάσματα, ένα, το μεγαλύτερο, στην Οξφόρδη, και ένα άλλο, μικρότερο, στην Πάρο. Το πρώτο βρέθηκε το 1627, σε έρευνες που έκανε ο Sampso για λογαριασμό του Γάλλου λόγιου Peiresc, και από την Πάρο μεταφέρθηκε στη Σμύρνη, όπου όμως ο Sampso το πούλησε στον Θωμά Χόουαρντ, κόμη του Αρουντέλ (γι’ αυτό η επιγραφή ονομάζεται και αρουνδελιανή), ο οποίος το μετέφερε στην Αγγλία, για να καταλήξει ύστερα από περιπέτειες στην Οξφόρδη, όπου βρίσκεται σήμερα. Το δεύτερο απόσπασμα, μικρότερο, βρέθηκε το 1897 στη θέση Καινούργιο Πηγάδι της Παροικιάς Πάρου και βρίσκεται στο Mουσείο της Πάρου. Και τα δύο αποσπάσματα είναι δημοσιευμένα στη σειρά των ελληνικών επιγραφών Iscriptiones Graecae (τόμος XII, V – επιγραφές Κυκλάδων, σελ. 100, αρ. 444).
Το Π.Χ. είναι γραμμένο σε αττική διάλεκτο. Για ποιον ακριβώς σκοπό γράφτηκε είναι άγνωστο. Πιθανόν να ήταν αφιέρωμα του «συγγραφέα» του στους θεούς ή κάτι παρόμοιο με την κτίσιν, την επιγραφή που είχαν γράψει στους τοίχους της αγοράς τους οι κάτοικοι της Μαγνησίας επί Μαιάνδρω· τέλος, ίσως να ήταν βοηθητικός πίνακας για σπουδαστές ποίησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου