Δελφοί

Πόλη της Φωκίδας, που έγινε περίφημη για το Μαντείο της. Η αίγλη και η επιρροή του Μαντείου αυτού στον ελληνικό κόσμο υπήρξε σημαντικότερη από όλων των άλλων μαντείων. Έλεγαν πως ο τόπος του Μαντείου ανακαλύφτηκε από κατσίκες που έβοσκαν εκεί, και όταν πλησίαζαν κάποιο άνοιγμα της γης που υπήρχε στην περιοχή, πάθαιναν αλλόκοτους σπασμούς και έβγαζαν παράξενες φωνές. Ο βοσκός τους, κάποιος Κορήτας, πλησίασε το άνοιγμα και άρχισε και εκείνος, υπό την επίδραση των ατμών και αναθυμιάσεων που ανέβαιναν από μέσα, να βγάζει φωνές και να προλέγει πράγματα που αργότερα επαληθεύτηκαν. Τότε, οι κάτοικοι νόμισαν πως το άνοιγμα αυτό ήταν Μαντείο των χθόνιων πνευμάτων. Η τοποθεσία εκείνη ήταν γνωστή με το όνομα Πυθώ, και το πρώτο Μαντείο που ιδρύθηκε εκεί ανήκε στη Γαία (ή Χθόνα, ή Θέμιδα) και στο σύζυγό της Ποσειδώνα. Κοντά στην Κασταλία, όπου στους προμυκηναϊκούς χρόνους είχαν κατοικήσει άνθρωποι, οι χρησμοί δίνονταν με εγκοίμηση, δηλαδή συνέντευξη του θεού του Μαντείου με αποκοιμισμένο τον επισκέπτη, που ρωτούσε, ενώ ο θεός απαντούσε. Τους χρησμούς αυτούς με βάση τα όνειρα τους έδινε αρχικά η προφήτις Δαφνίς, μία από τις νύμφες που εκπροσωπούσαν τη Γη. Έπειτα, η Γη παραχώρησε το μερίδιό της στην κόρη της Θέμιδα, και από αυτήν πήρε ο Απόλλων το Μαντείο δώρο. Όσο για το σύζυγο της Γης Ποσειδώνα, πήρε για αποζημίωση την Καλαύρεια που ανήκε στον Απόλλωνα, και διατήρησε και στους Δελφούς δικό του ιερό βωμό, το Ποσειδώνιον. Ο ομηρικός ύμνος προς τον Πύθιο Απόλλωνα (7ος αιώνας π.Χ.) δεν μιλάει καθόλου για τους χθόνιους θεούς, αλλά περιγράφει το χώρο ως έρημο και πετρώδη, με μια ωραία κρήνη και μια τεράστια δράκαινα που τη φρουρούσε, προξενώντας φοβερές ζημίες στους ανθρώπους και τα κοπάδια. Άλλοι συγγραφείς μιλούν για δράκοντα, που ονομάστηκε Πύθων, από την πανάρχαια ονομασία Πυθώ. Τη φωλιά του, ο Πύθων την είχε κοντά στην πηγή Κασταλία, στη μυστηριώδη χαράδρα που χωρίζει τις Φαιδριάδες πέτρες. Ο Απόλλων τόξευσε τον δράκοντα, και εκείνος κυλίστηκε στο δάσος, σφυρίζοντας τρομακτικά από τους φοβερούς πόνους, ώσπου ξεψύχησε. Το σώμα του αποσυντέθηκε και από το ρήμα πύθεσθαι (σαπίζω) ονομάστηκαν ο τόπος Πυθών, ο δράκος Πύθων, ο Απόλλωνας Πύθιος, η προφήτις του Πυθία, και οι πανελλήνιοι αγώνες που γίνονταν εκεί σε ανάμνηση του φόνου του δράκοντα, κάθε τέσσερα χρόνια, Πύθια. Το όνομα Δελφοί φαίνεται νεότερο (δωρικά Δαλφοί, βοιωτικά Βελφοί). Αρχικά, είχε χτιστεί κοντά στην Κασταλία απλός βωμός ή ιερό, και μόνο αργότερα κατασκευάστηκε ο ναός του Απόλλωνα, τη φορά αυτή πλάι στην Κασσοτίδα πηγή, που τα νερά της έρρεαν κάτω από το ναό. Κατά τον ομηρικό ύμνο προς τον Απόλλωνα, δύο μυθικοί τεχνίτες, ο Τροφώνιος και ο Αγαμήδης, γιοι του Εργίνου, έχτισαν την πέτρινη βάση των τοίχων, το κρηπίδωμα, και έπειτα πολλές γενεές ανθρώπων οικοδόμησαν το υπόλοιπο ιερό από πελεκητές πέτρες. Όταν, μετά το τέλος της δουλειάς τους, οι δύο πρώτοι οικοδόμοι ζήτησαν από το θεό την αμοιβή της εργασίας τους, ο Απόλλων τους υποσχέθηκε πως θα τους τη δώσει την έβδομη ημέρα, συνιστώντας τους στο μεταξύ να τρώνε και να πίνουν όσο θέλουν. Την έβδομη ημέρα, όμως, δεν ξύπνησαν από τον ύπνο τους: Ο θεός τούς είχε χαρίσει τον πιο μακάριο θάνατο. Άλλη δελφική παράδοση λέει πως ο παλαιότερος ναός του θεού ήταν μια καλύβα από κλαδιά δάφνης των Τεμπών, γι' αυτό και οι χρησμοί δίνονταν από την ιερή δάφνη του Απόλλωνα. Κατόπιν κατασκευάστηκε άλλος ναός από κερί μελισσών και φτερά πουλιών. Ο τρίτος ήταν χάλκινος, και μόνο τον τέταρτο έφτιαξαν ο Τροφώνιος και ο Αγαμήδης. Αυτός ο τελευταίος κάηκε το 548 π.Χ. και ανοικοδομήθηκε από τους φυγάδες Αλκμαιωνίδες. Επειδή χρειαζόταν ιερείς για το ναό του ο Απόλλων, βλέποντας ένα πλοίο με Κρήτες ευγενείς από την Κνωσό, που πήγαιναν στην Πύλο για εμπορικές υποθέσεις τους, πήδησε στη θάλασσα, μεταμορφωμένος σε τεράστιο δελφίνι, και κατηύθυνε το πλοίο στον Κορινθιακό κόλπο, όπου ο Ζέφυρος το οδήγησε στο λιμάνι της Κρίσσας. Ο Απόλλων αποκαλύφθηκε τότε στους Κρητικούς, λέγοντάς τους πως δεν θα γύριζαν πια στην πατρίδα τους και στις οικογένειές τους, αλλά θα κατοικούσαν εκεί, σε πλούσιο ναό, όπου θα μάθαιναν τις βουλές των αθανάτων και θα τις ανακοίνωναν στους άλλους ανθρώπους. Τους έδωσε τη διαταγή να λύσουν τα πανιά, να σύρουν το πλοίο στην ξηρά, να ιδρύσουν εκεί βωμό προς τιμήν του, και αφού γευματίσουν, να τον ακολουθήσουν ψάλλοντας παιάνα, ώσπου να φτάσουν στο χώρο του ναού. Εκείνοι συμμορφώθηκαν, και αφού γευμάτισαν, ξεκίνησαν, με επικεφαλής τον Απόλλωνα, που έπαιζε φόρμιγγα, ενώ αυτοί χόρευαν και τραγουδούσαν κρητικόν παιάνα. Αφού ανέβηκαν στον Παρνασσό, ο θεός τούς έδειξε το ιερό και το ναό όπου έμελλε να εγκατασταθούν. Ο αρχηγός των Κρητικών, βλέποντας πως η γύρω χώρα ήταν ξερή και άγονη, ρώτησε πώς θα ζήσουν. Ο Απόλλων απάντησε πως δεν έχουν παρά να σφάζουν τα αιγοπρόβατα, που θα έφερναν εκεί καθημερινά άνθρωποι κάθε φυλής. Οι Κρητικοί αυτοί έγιναν οι πρώτοι οργεώνες (ιερείς) του Μαντείου. Από τότε άρχισε η λειτουργία του ναού και του Μαντείου των Δελφών. Έλεγαν πως ο θεός κατοικούσε μέσα σε μια δάφνη (το ιερό του φυτό) και προφήτευε τα μελλοντικά με το θρόισμα των φύλλων της. Έλεγαν επίσης πως τη μαντική τέχνη είχαν διδάξει στο θεό τρεις φτερωτές αδελφές του Παρνασσού, οι Θρίες, την εποχή που ο Απόλλων έβοσκε εκεί τα βόδια (βλέπε: Απόλλων). Οι Θρίες είχαν κληρομαντείον παλαιότερα σ εκείνη την περιοχή, και δεν αποκλείεται να ήταν τέτοιο το πρώτο Μαντείο των Δελφών, δηλαδή να χρησιμοποιούσε την κλήρωση (ρίψη κλήρων σε ένα δοχείο και τράβηγμα ενός κλήρου, που το χρώμα και το σχήμα του να είχαν ιδιαίτερη σημασία).Στους Δελφούς είχαν λοιπόν λειτουργήσει τρία κατά σειρά μαντεία, το χθόνιο με την εγκοίμηση, το κληρομαντείο και τελικά το απολλώνιο, με τη δάφνη. Όμως, από τότε που μπήκε στους Δελφούς και η λατρεία του Διονύσου, που έφερνε τους οπαδούς του θεού σε έκσταση και μανία, ο δελφικός θεός έδινε τους χρησμούς του με την Πυθία, που έπεφτε και εκείνη σε έκσταση με την επίδραση των ατμών και αναθυμιάσεων που έρχονταν από το άνοιγμα, στα άδυτα του Μαντείου. Επάνω από το χάσμα, βρισκόταν ένας ψηλός επίχρυσος τρίποδας, όπου καθόταν η Πυθία. Τον παλιό καιρό, η Πυθία ήταν παρθένα και νέα, αλλά επειδή ο Θεσσαλός Εχεκράτης ερωτεύτηκε, απήγαγε και διέφθειρε μια ωραία Πυθία, διάλεγαν για το ρόλο αυτό μια γυναίκα άνω των πενήντα ετών, παρθένα πάντα, που όμως ντυνόταν και έβαζε κοσμήματα σαν νεαρή κόρη. Κατά την παράδοση, πρώτη Πυθία υπήρξε η Φημονόη.Αρχικά οι χρησμοί δίνονταν μια φορά το χρόνο, στα γενέθλια του Απόλλωνα (εβδόμη του δελφικού μήνα Βυσίου, δηλ. Φεβρουαρίου), αργότερα όμως το Μαντείο λειτουργούσε μια φορά το μήνα, εκτός από τους τρεις χειμωνιάτικους μήνες, γιατί τότε πίστευαν πως ο θεός ταξίδευε στη χώρα των Υπερβορείων. Την εποχή της ακμής του Μαντείου, έρχονταν να το συμβουλευτούν όχι μόνο ιδιώτες, αλλά και βασιλείς και ηγεμόνες, Έλληνες και ξένοι. Πολλοί πρόσφεραν πλούσια δώρα, και υπήρχαν δύο ή και τρεις Πυθίες, για να προφταίνουν τους επισκέπτες. Η Πυθία, αφού έκανε τους απαραίτητους καθαρμούς και νηστείες, θυμίαζε με φύλλα δάφνης, έμπαινε στο άδυτο στεφανωμένη με δάφνη, με χρυσά κοσμήματα στο κεφάλι και μακρύ ιμάτιο, έπινε νερό από την Κασσοτίδα πηγή, που έρρεε κάτω από το άδυτον, μασούσε φύλλα δάφνης, και πιάνοντας τον τρίποδα και σείοντάς τον, για να έρθει ο θεός, ανέβαινε στη μαντική αυτή έδρα, έχοντας κοντά της έναν ιερέα, που τον έλεγαν προφήτη. Έμπαιναν έπειτα μέσα οι θεόπροποι (αυτοί που ρωτούσαν το Μαντείο), με τη σειρά που όριζε ο κλήρος, αλλά προτιμούνταν πάντα τα άτομα ή οι πόλεις που είχαν το προνόμιο της προμαντείας, του να παίρνουν δηλαδή το χρησμό πριν από τους άλλους. Τους θεοπρόπους βοηθούσαν στο έργο τους οι πρόξενοι, θεαροδόκοι ή θοροδόκοι, άρχοντες που είχαν έργο τους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους πολυάριθμους ξένους που έφταναν εκεί στις εορτές και επιθυμούσαν να συμβουλευτούν το θεό. Με τον καιρό, η Πυθία έδινε τους χρησμούς της οποιαδήποτε ημέρα του μήνα, εκτός από τις αποφράδες ή εκείνες που κρίνονταν από τα σημεία ότι δεν ήταν αίσιες. Η Πυθία ερωτιόταν από τον επισκέπτη, και έλεγε ασυνείδητα ό,τι ερχόταν στα χείλη της σαν έμπνευση του θεού ή σαν όραμα. Την απόκρισή της έγραφε ο προφήτης, και έπαιρνε τη μορφή του χρησμού, συνήθως έμμετρου, που φρόντιζαν να μη διατυπώνουν το νόημά του με σαφήνεια, αλλά κατά τρόπο αινιγματικό και διφορούμενο.Στο ναό των Δελφών γίνονταν πολλές γιορτές προς τιμήν των θεών και ηρώων. Μία από αυτές ήταν τα Πύθια, μια από τις τέσσερις μεγάλες πανελλήνιες εορτές. Με τον καιρό, το Μαντείο των Δελφών έγινε πανελλήνιο θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο, με παγκόσμια ακτινοβολία. Στο ιερατείο του ανήκει η ιδέα του θεσμού των Αμφικτυονιών, που είχαν αρχικά θρησκευτικό χαρακτήρα, σιγά σιγά όμως έγιναν συνέδριο καθαρά πολιτικό (βλέπε: αμφικτυονία). Τα ιερατικά γένη κατόρθωσαν σιγά σιγά να γίνουν ανεξάρτητα από την πόλη Κρίσσα, στην οποία ανήκε αρχικά το ιερό. Οι Κρισσαίοι επέβαλαν τότε φόρο σε όσους περνούσαν από την περιοχή τους για να πάνε στους Δελφούς, και αυτό προκάλεσε φοβερά παράπονα και ελάττωση των πόρων του Μαντείου. Η αμφικτυονία, αφού εξάντλησε όλα τα άλλα μέσα για να διευθετήσει ειρηνικά την κρίση, κήρυξε εναντίον της Κρίσσας τον πρώτο ιερόν πόλεμο, που κράτησε μία δεκαετία, από το 596 ώς το 585 π.Χ. Αποτέλεσμά του ήταν η καταστροφή της Κρίσσας και η αφιέρωση της χώρας αυτής στον Απόλλωνα, τη Λητώ, την Άρτεμι και την Προναία Αθηνά. Από τότε άρχισαν να τελούνται τα Πύθια κάθε τετραετία, υπό τη διεύθυνση των Αμφικτιόνων.Χάρη στα πλούσια αφιερώματα που έστελναν οι Λυδοί και άλλοι βασιλιάδες, το τέμενος γέμισε θησαυρούς και οικοδομήματα. Το 584 π.Χ., κάηκε ο αρχαίος ναός του Απόλλωνα, και η ανοικοδόμησή του άρχισε από τοπικούς πόρους, και περατώθηκε με την ενίσχυση των Αλκμαιωνιδών (513-505 π.Χ.). Η πρόσοψη του ναού κατασκευάστηκε από μάρμαρο της Πάρου.Στους περσικούς πολέμους, το Μαντείο των Δελφών, αντί να ηγηθεί του αγώνα, έδειξε λιποψυχία, είτε επειδή είχε διαφθαρεί με περσικό χρυσάφι είτε επειδή είχε πειστεί για την ανωτερότητα της περσικής δύναμης. Οι χρησμοί που έδινε ήταν απελπιστικοί για τους Αθηναίους, και προσπαθούσαν να κρατήσουν τους Αργείους και Κρητικούς ουδέτερους. Ήθελαν να εξασφαλίσουν την εύνοια του βασιλιά των Περσών, ώστε αν νικούσε να τους κάνει πλούσια δώρα. Όταν ο Ξέρξης κατέβηκε από τις Θερμοπύλες στην Αθήνα, μοίρα των Περσών, περνώντας από τους Δελφούς, δεν κατέστρεψε το ιερό. Οι ιερείς ισχυρίστηκαν πως έγινε θαύμα του Απόλλωνα, στην πραγματικότητα όμως έκαναν μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Πέρσες. Μόνο μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και τη μάχη των Πλαταιών το Μαντείο έδωσε στους Έλληνες ενθαρρυντική απάντηση, και μετά τις Πλαταιές μάλιστα ζήτησε να ιδρύσουν εκεί βωμό του Ελευθερίου Διός, φέρνοντας καθαρή φωτιά από τους Δελφούς. Παρ όλη τη λιποψυχία του Μαντείου, οι Έλληνες, μετά τη νίκη, αφιέρωσαν στους Δελφούς τη δεκάτη από τα λάφυρά τους. Το 448 π.Χ. οι Φωκαείς, θέλοντας να γίνουν κύριοι του ιερού, κυρίευσαν τους Δελφούς, αλλά οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν στρατό και αποκατέστηκαν τα πράγματα (δεύτερος ιερός πόλεμος). Μετά την αναχώρηση των Λακεδαιμονίων, οι Αθηναίοι, με επικεφαλής τον Περικλή, ξανάδωσαν στους Φωκαείς την ηγεμονία των Δελφών και τη διεύθυνση των Πυθικών αγώνων. Το 421 π.Χ., μετά τη Νικίειον Ειρήνη, οι Δελφοί έγιναν και πάλι αυτόνομοι. Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, το Μαντείο των Δελφών λακώνιζε και έλεγε πως οι Λακεδαιμόνιοι θα νικούσαν. Από τότε όμως αρχίζει και η κατάπτωση του Μαντείου, που χειροτέρεψε τον 4ο αιώνα π.Χ., γιατί αναμίχθηκε στον ανταγωνισμό μεταξύ Φιλίππου και άλλων Ελλήνων και η Πυθία καταγγελλόταν ότι φιλίππιζε. Το 371 π.Χ., στη Σπάρτη, έγινε έκκληση προς όλους τους Έλληνες να βοηθήσουν για την ανοικοδόμηση του πανελλήνιου αυτού ιερού, γιατί μερικοί βράχοι, που αποκόπηκαν από τις Φαιδριάδες, είχαν καταστρέψει τον ναό των Αλκμαιωνιδών. Οι εργασίες άρχισαν το 369 π.Χ., από τον Κορίνθιο αρχιτέκτονα Σπίνθαρο, και κατόπιν άλλους αρχιτέκτονες των Δελφών. Το 365, οι Φωκαείς κυρίευσαν πάλι τους Δελφούς, και τους κράτησαν ώς το 346 (τρίτος ιερός πόλεμος), ώσπου ο Φίλιππος της Μακεδονίας κατέστρεψε το κράτος τους και υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν στο Μαντείο ετήσια αποζημίωση για τις βλάβες που του είχαν προξενήσει (ιερά χρήματα). Το 279, στίφη βαρβάρων Γαλατών, που είχαν εισβάλει στην Ελλάδα, θέλησαν να συλήσουν το ιερό, αλλά οι Έλληνες γκρέμισαν βράχους τη νύχτα από τον Παρνασσό, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί βάρβαροι, ενώ οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να φύγουν. Τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ., οι Δελφοί, υπακούοντας στους Αιτωλούς, γνώρισαν περίοδο ειρήνης, ώς το 168-167, εποχή που οι Ρωμαίοι έγιναν οριστικά κυρίαρχοι της περιοχής. Το 86 π.Χ., ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας έγραψε από την Αθήνα, που πολιορκούσε, προς τους αμφικτίονες των Δελφών, να του στείλουν τα πολύτιμα μετάλλινα αναθήματα του ναού, και εκείνοι υπάκουσαν στη διαταγή χωρίς να φέρουν αντίρρηση. Το 83, οι Μαίδοι, ένα θρακικό έθνος, έκαναν μια επιδρομή και πυρπόλησαν το ναό, λεηλάτησαν το ιερό και έκλεψαν το άσβεστο ιερό πυρ με το βωμό. Ένα μέρος της στέγης έπεσε. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, το Μαντείο βρισκόταν σε παρακμή. Οι επισκέπτες δεν πήγαιναν πια, όπως άλλοτε, από θρησκευτική πίστη, αλλά για να θαυμάσουν τον πλούτο των αρχιτεκτονικών καλλιτεχνημάτων που υπήρχαν εκεί. Κάποια άνθηση παρατηρήθηκε επί αυτοκράτορα Αδριανού, που επισκέφτηκε δυο φορές το Μαντείο, η παρακμή όμως συνεχίστηκε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και Κωνσταντίου Β'. Στο μεταξύ, όλα σχεδόν τα κτίρια είχαν καταρρεύσει. Η προσπάθεια του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη να εμψυχώσει τον ετοιμοθάνατο αρχαίο κόσμο αποδείχτηκε μάταιη, και όταν έστειλε το γιατρό Ορειβάσιο να ζητήσει χρησμό, το Μαντείο διαμήνυσε στον αυτοκράτορα πως το πολυτελές ανάκτορο του Φοίβου Απόλλωνος είχε καταρρεύσει, και πως είχε χαθεί και είχε σβήσει η μαντική του δύναμη:Είπατε τω βασιλεί: Χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά· ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην· ου παγάν λαλέουσαν· απέσβετο και λάλον ύδωρ.Από τότε το Μαντείο ήταν ουσιαστικά νεκρό, και εξακολούθησε να υπάρχει τυπικά μερικά χρόνια ακόμη, ώσπου ο Θεοδόσιος ο Μέγας το έκλεισε, μαζί με τα άλλα ειδωλολατρικά ιδρύματα. Ο χρόνος και οι φυσικές καταστροφές συμπλήρωσαν την εξαφάνιση του ένδοξου τόπου, και στη θέση των ερειπίων του ιδρύθηκε το μικρό και άσημο χωριό Καστρί. Οι ανασκαφές της γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, υπό τον Θεόφιλο Χομόλ, στις αρχές του 20ού αιώνα, έφεραν στο φως τα ερείπια του ιερού των Δελφών, πλήθος αγάλματα και περισσότερες από 5.000 επιγραφές, που στεγάστηκαν στο εκεί Μουσείο. Στην ανακάλυψη των θεμελίων, πολύ βοήθησε το έργο του περιηγητή Παυσανία, που περιηγήθηκε τους Δελφούς το δεύτερο ήμισυ του 2ου αιώνα μ.Χ., περιγράφοντας τα κυριότερα μνημεία τους και τα αναθήματα στο 10ο βιβλίο του, που επιγράφεται Φωκικά. Ο Ηρόδοτος είχε δώσει κι αυτός πολύτιμες πληροφορίες για τους Δελφούς στην ιστορία του. Το ίδιο και ο Πλούταρχος, στο βιβλίο του που επιγράφεται Περί του μη χραν έμμετρα νυν την Πυθίαν.Μεταξύ των ερειπίων που ανακαλύφτηκαν ήταν εκείνα που ανήκαν στο ιερό του Απόλλωνος (που ήταν ναός περίπτερος, με 6 κίονες σε κάθε στενή πλευρά και από 15 στις μακρές), στο μεγάλο βωμό, στο ιερό της Γης, στο ιερό των Μουσών, στο τέμενος της Προναίας Αθηνάς, στο ναό της Αρτέμιδος, στο τέμενος του ήρωος Φυλάκου κ.λπ. Οι θησαυροί (χώροι όπου στεγάζονταν τα αναθήματα) είχαν σχήμα μικρού ναού χωρίς κιονοστοιχίες, και οι σπουδαιότεροι ήταν οκτώ: Των Σικυωνίων, Σιφνίων, Θηβαίων, Αθηναίων, Κνιδίων, Ποτιδαιατών, Συρακουσίων και Κορινθίων. Συνολικά, βρέθηκαν τα ερείπια 17 θησαυρών. Βρέθηκαν επίσης τα ερείπια της στοάς των Αθηναίων, όπου είχαν εκτεθεί τα τρόπαια της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, της λέσχης των Κνιδίων, που οι εσωτερικοί της τοίχοι είχαν διακοσμήσεις του περίφημου ζωγράφου Πολυγνώτου (άλωση της Τροίας, κατάβαση του Οδυσσέως στον Άδη), του βουλευτηρίου, του θεάτρου, του σταδίου, του γυμνασίου, της παλαίστρας, ενός πολυγωνικού τοίχου γεμάτου επιγραφές, και μιας πλατείας γεμάτης αναθήματα, που λεγόταν Άλως (αλώνι). Στις νεότερες ανασκαφές του 1937-39, που επαναλήφθηκαν το 1949, ανακαλύφτηκαν κομμάτια από χρυσελεφάντινα αγάλματα του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: