Ρίθυμνα (Ρέθυμνο)

Η Αρχαία Ρίθυμνα

Τα νεολιθικά όστρακα που βρέθηκαν από επιφανειακές έρευνες στο βραχώδη λόφο του Παλαιοκάστρου (Φορτέτζα) μαρτυρούν την ύπαρξη ζωής στη φάση αυτή. Για την ύπαρξη οικισμού στα υστερομινωικά χρόνια δεν υπάρχει αμφιβολία, όπως απέδειξε η αποκάλυψη λαξευτού, κτερισμένου τάφου της τελευταίας φάσης της υστερομινωικής περιόδου (ΥΜ ΙΙΙ=1350 - 1250 π.Χ) στην περιοχή Μασταμπάς. Οι πλουσιότερες όμως και σαφέστερες μαρτυρίες για την αρχαία πόλη του Ρεθύμνου, τη Ρίθυμνα, προέρχονται από τις επιγραφές και τα νομίσματα του 4ου και του 3ου αι. π.Χ. τα οποία απεικονίζουν στη μία πλευρά κεφαλή Απόλλωνα ή Αθηνάς και στην άλλη θαλασσινά σύμβολα, όπως δύο δελφίνια ή τρίαινα.
Οι συγγραφείς επίσης του 2ου, του 3ου και του 4ου αι. μ.Χ. παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τη Ρίθυμνα. Έτσι ο Πλίνιος (1. μ.Χ. αι.) και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (2ος μ.Χ. αι.) την τοποθετούν ανάμεσα στο Πάνορμο και την Γεωργιούπολη, ενώ ο Κλαύδιος Αιλιανός (3ος μ.Χ. αι.) αναφέρει πρώτος την ύπαρξη ναού της Ροκκαίας Αρτέμιδος.
 Τα λαξεύματα που παρατηρήθηκαν πάνω στο φυσικό βράχο στο λόφο του Παλαιοκάστρου αποτελούν μία απόδειξη της ύπαρξης Ιερού στο λόφο. Επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατά την ανέγερση του βενετσιάνικου φρουρίου κάποια από τα κτίσματα και τις κατασκευές που συνέθεταν το Ιερό θα κατεδαφίσθηκαν. Άλλωστε ο χαρακτηρισμός του λόφου από τους Βενετούς ως «Παλαιόκαστρο» (=παλαιό κάστρο) δε δηλώνει τίποτε άλλο από το ότι εκεί υπήρχε οχυρός χώρος με κατάλοιπα από το παρελθόν.

Για την ακριβή θέση του οικισμού της αρχαίας Ρίθυμνας τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα. Ωστόσο, κάποιες γραπτές μαρτυρίες Βενετών σε συνδυασμό με αρχαιολογικά ευρήματα που εντοπίσθηκαν στην περιοχή της οδού Αρκαδίου και του τελωνείου οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο οικισμός κατά τα ελληνιστικά τουλάχιστον και ρωμαϊκά χρόνια εκτεινόταν στη θέση του σημερινού Ρεθύμνου. Το ίδιο δεν αποκλείεται να συνέβαινε και με τον οικισμό της αρχαίας Ρίθυμνας που το όνομά της διατηρήθηκε ζωντανό μέχρι τις μέρες μας.

Χαλκίδα (Χαλκίς)



 Την Χαλκίδα κατοικούσαν στην αρχαιότητα οι Άβαντες, που, όπως αναφέρει ο Όμηρος, έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο υπό τον Ελαφήνορα. Η ονομασία της προήλθε από το γεγονός ότι οι κάτοικοί της ασχολούνταν με την κατεργασία του χαλκού. Αργότερα, η πόλη κατοικήθηκε από Ίωνες που ίδρυσαν αποικίες στη Χαλκιδική, στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία. Η Χαλκίδα ήταν τον 8ο αιώνα π.Χ. ο κυριότερος προμηθευτής χαλκού σ’ όλη την ηπειρωτική Ελλάδα κι όταν οι Πέρσες κατέστρεψαν την αντίπαλό της Ερέτρια, κυριάρχησε σ’ όλη την Εύβοια. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., υποτάχθηκε στην Αθήνα. Επαναστάτησε το 411 π.Χ., όταν έγινε στην Αθήνα η μεταπολίτευση, αλλά δεν κατόρθωσε ν’ ανακτήσει την ανεξαρτησία της. Ακολούθησε την Αθήνα έως τη μάχη της Χαιρώνειας, οπότε υποτάχθηκε στον Φίλιππο, που διατηρούσε πάντα φρουρά εκεί. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Χαλκίδα έπεσε στα χέρια του Πτολεμαίου, έπειτα του Κασσάνδρου και τελικά του Δημητρίου του Πολιορκητή. Στη σύγκρουση μεταξύ Μακεδόνων και Ρωμαίων, η Χαλκίδα κυριεύτηκε από τους τελευταίους, που την κατέστρεψαν λόγω της συμμαχίας της με τον Μιθριδάτη. Εξαιτίας της παραγωγής χαλκού, η πόλη αποτελούσε το οπλοστάσιο εκείνου που την κατείχε. Η Χαλκίδα είναι πατρίδα του ρήτορα Ισαίου και του ποιητού Λυκόφρονα και στην πόλη αυτή πέθανε ο Αριστοτέλης.
ΑΒΑΝΤΕΣ.
Οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Εύβοιας (Αριστοτέλης σύμφωνα με τον Στράβωνα), που είχε ονομαστεί γι' αυτό το λόγο Αβαντίς ή Αβαντιάς. Προέρχονταν από την πόλη Άβες της Φωκίδας. Αρχική καταγωγή των Αβάντων ήταν η Θράκη και, σύμφωνα με τη μυθολογία, προμήτωρ τους ήταν η νύμφη Άβα, ερωμένη του Ποσειδώνα, από τον οποίο γέννησε τον Εργίσκο, ήρωα της Θράκης. Ο Πλούταρχος αναφέρει στο Βίο του Θησέως, ότι οι Άβαντες ήταν φιλοπόλεμοι, μάχονταν σώμα προς σώμα και ξύριζαν μόνο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού, για να μη δίνουν στους αντιπάλους τους τη δυνατότητα να τους αρπάξουν από τα μαλλιά. Από την Εύβοια, οι Άβαντες απλώθηκαν στην Αττική, στην Ιωνία και σε μερικά νησιά του Αιγαίου (Χίο, Κρήτη). Μετά την εκστρατεία της Τροίας, μερικοί Άβαντες, με 8 πλοία, θέλησαν να γυρίσουν στις πατρίδες τους, αλλά χάθηκαν και τελικά εγκαταστάθηκαν στη Θεσπρωτία, ενώ μερικοί έφτασαν ώς τη Γαλατία (Αβάντικοι).

Στην ελληνική μυθολογία ο Ελεφήνορας (Ελεφήνωρ) ήταν γιος του Χαλκώδοντα και εγγονός του Άβαντα, τον οποίο και διαδέχθηκε ως βασιλιάς των Αβάντων.
Μια μέρα ο Ελεφήνορας, βλέποντας ένα δούλο να ασεβεί προς τον παππού του, έτρεξε και τον χτύπησε. Φαίνεται όμως ότι έγινε κάποια πάλη, καθώς ένα από τα χτυπήματα του Ελεφήνορα βρήκε κατά λάθος τον γερο-Άβαντα αντί τον δούλο και τον σκότωσε. Εξαιτίας αυτού του φόνου, ο Ελεφήνορας εγκατέλειψε την Εύβοια. Αργότερα, τον βρίσκουμε ως ένα από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης, οπότε και έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο αφού ήταν δεσμευμένος από τον σχετικό όρκο. Στην εκστρατεία αυτή συμμετέσχε επικεφαλής των Αβάντων με τριάντα πλοία. Επειδή όμως του απαγορευόταν να πατήσει στο έδαφος της Ευβοίας (για τον φόνο του παππού του), προκειμένου να συγκεντρώσει τον στρατό του ανέβηκε πάνω σε ένα βράχο που απείχε λίγο από τις ακτές της, και από εκεί μίλησε στους συμπατριώτες του.
Κατά τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου, ο Ελεφήνωρ είχε ως βοηθούς του τους αδελφούς Ακάμαντα και Δημοφώντα, που είχαν σταλεί από τον πατέρα τους, τον Θησέα, σε αυτόν. Για το τέλος του Ελεφήνορα υπάρχουν αρκετές διαφορετικές εκδοχές: Κατά τον Όμηρο, τον σκότωσε ο Αγήνορας ο Τρωαδίτης μπροστά από τα τείχη της Τροίας, ενώ άλλες παραδόσεις αναφέρουν ότι ο Ελεφήνωρ επέζησε μετά την άλωση της Τροίας και εγκαταστάθηκε σε ένα νησί κοντά στη Σικελία, από όπου όμως τον έδιωξε ένα φίδι. Τότε πήγε στην Ήπειρο, στην Αβαντία. Αλλά και η πρώτη εκδοχή λέει ότι οι σύντροφοί του πήγαν στην Ήπειρο και ίδρυσαν την πόλη Απολλωνία στην ακτή της Αδριατικής.
.